στερεῖται

στερεῖται
στερέω
deprive
fut ind mid 3rd sg (attic epic)
στερέω
deprive
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… …   Dictionary of Greek

  • σωματίδια ή σωμάτια — Όνομα με το οποίο στην ατομική και πυρηνική φυσική ορίζονται τα αδιαίρετα συστατικά της ύλης. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν γνωστός ένας περιορισμένος αριθμός σ., η συμπεριφορά των οποίων μας έκανε να σκεφτούμε ότι επρόκειτο περί των… …   Dictionary of Greek

  • στερούμαι — στερούμαι, στερήθηκα, στερημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: στερούμαι : στην παθητική φωνή σημαίνει κυρίως δεν έχω κάτι ή κάποιον (π.χ. έχει στερηθεί από μικρός τους γονείς του) / μου λείπει κάτι ή δεν έχω κάποια ιδιότητα (π.χ. στερείται οικονομικών …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Λεβαντίνος — Παλαιότερη ονομασία για τους Ευρωπαίους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ανατολή (γαλλ. levante = ανατολικός)· σε ανάλογη χρήση ήταν και ο όρος Φραγκολεβαντίνος (θηλυκό Λεβαντίνα ή Φραγκολεβαντίνα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ειδικά για τους… …   Dictionary of Greek

  • άγλωσσος — η, ο (Α ἄγλωσσος, ον) αυτός που δεν έχει γλώσσα αρχ. 1. άφωνος, άλαλος 2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος 3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀγλωσσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”